ξυλάρια

ξυλάρια
ξυλάριον
small piece of wood
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυλαρία — η βοτ. κοσμοπολιτικό γένος ασκομυκήτων τής οικογένειας ξυλαριώδη ή σφαιριώδη το οποίο περιλαμβάνει περί τα 100 είδη που είναι κατά κανόνα σαπρόβια ή παράσιτα τών ξυλωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylaria (< ξύλο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”